ἀμφίσβαιναι

ἀμφίσβαιναι
ἀμφίσβαινα
serpent
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφίσβαινα — (amphisbaena).Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των αμφισβαινιδών. Ζουν σε περιοχές της τροπικής Αμερικής μέσα σε σωρούς κοπριάς ή σε υπόγειες φωλιές τερμιτών. Δεν έχουν πόδια και το δέρμα τους είναι μαλακό, καλυμμένο με τετράγωνες φολίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”